- υπεράνθρωπο
- insanüstü
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
υπερηνορέων — οντος, ὁ, Α 1. πολύ αρρενωπός 2. (κυρίως με αρνητική σημ.) αλαζόνας, αυθάδης και βίαιος 3. (στην κωμωδία) αυτός που νομίζει ότι είναι ανώτερος από όλους, που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. τού επιθ. ὑπερήνωρ,… … Dictionary of Greek
Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… … Dictionary of Greek
Λόντον, Τζακ — (Jack London, Σαν Φρανσίσκο 1876 – Γκλεν Έλεν, Καλιφόρνια 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Γκρίφιθ (John Griffith). Εξώγαμο παιδί ενός πλανόδιου αστρολόγου, έζησε χαοτική και περιπετειώδη ζωή, πολλές φορές αλητεύοντας… … Dictionary of Greek
προφητισμός — Κάθε θρησκευτικό κίνημα το οποίο, σύμφωνα με το παράδειγμα που παρέχει η δράση των βιβλικών προφητών, βασίζεται στο κήρυγμα ενός προφήτη. Ένα τέτοιο κήρυγμα αρχίζει συνήθως ύστερα από ένα ασυνήθιστο γεγονός –συνήθως ένα όραμα– που ασκεί… … Dictionary of Greek
Φιλόστρατος — Όνομα 3 σοφιστών από τη Λήμνο. 1. (2oς αι. μ.Χ.). Έγραψε 43 τραγωδίες και 14 κωμωδίες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο διάλογος Νέρων του Λουκιανού είναι δικός του. 2. Αναφέρεται ως Φ. ο Λήμνιος. Έζησε στα χρόνια του Καρακάλλα (211 – 217). Έγραψε:… … Dictionary of Greek